Γιατί ο Έλληνας λατρεύει με τέτοια βουλιμία τα (κάθε λογής) σκάνδαλα; Γιατί μας καθηλώνει διεγερτικά, σχεδόν οργασμικά, η ιδέα πως κάτι «κρυφό» πρόκειται να αναδυθεί στην αστρόφωτη οθόνη της τηλεοπτικής συσκευής;
Η “σκανδαλοφαγία” τείνει να μετουσιωθεί σε κυρίαρχο κοινωνικό στίγμα της εποχής, ως επικάλυψη ενός κενού πολιτικού λόγου που δεν έχει να πει σχεδόν τίποτα καινούργιο. Ο Έλληνας υποκλίνεται στο θέαμα της τηλεόρασης, η οποία φαντάζει κι αυτή πιο κενή από κάθε άλλη φορά.
Η σκανδαλοθηρική φαντασμαγορία έχει μετατρέψει κι αυτή την κούρσα της εκλογικής αναμέτρησης σε μια σειρά από περιπετειώδη επεισόδια τύπου «Φάκελοι Ρόκφορντ» απ’ όπου περισσεύει η αστραφτερή παρουσία των εκάστοτε πρωταγωνιστών κι από την οποία εκπίπτει η δύναμη του πραγματικού λόγου. «Εσείς φταίτε», ωρύεται ο ένας. «Όχι, εσείς φταίτε», αποκρίνεται, εξίσου ωρυόμενος ο άλλος. Στη μέση, επιβλητικός δικαστής, ο παρουσιαστής. Ένας αμήχανος προεκλογικός λόγος (από την πλευρά του κυβερνώντος κόμματος) συγκαλύπτεται πίσω από τη θέση άμυνας. Κι ένας χείμαρρος καταγγελιών (από την πλευρά της αντιπολίτευσης) κλέβει χρόνο και ζωτικότητα από τη δύναμη της πολιτικής ουσίας.
Σημεία των καιρών, θα πείτε. Έτσι είναι: οι «ντετεκτιβικές» έρευνες έχουν πέραση. Και ίσως είναι αυτές, μέσα σε τούτο το σκηνικό της απόλυτης αποσάθρωσης, που αναδεικνύουν την ήττα του σημερινού Έλληνα – έτσι όπως τον κατάντησαν οι κυβερνήσεις της διαφθοράς. Έπαψε να έχει συμμετοχή ο πολίτης. Γι’ αυτό και ανταποκρίνεται στη δημοσιογραφία της «λασπο-ανάδευσης». Δεν του απέμεινε άλλος τρόπος να έχει πρόσβαση στα πεπραγμένα της παρηκμασμένης εξουσίας.