Γέμισε ο κόσμος από τέλειους. Αλάνθαστοι, ιεροεξεταστές, κατακεραυνωτές που τα ξέρουν όλα και τα ελέγχουν όλα. Ένας από αυτούς ζει στον καθρέφτη μας. Θρησκεία και κοινωνία ανταγωνίζονται ποιος έχει τους περισσότερους. Αυτοί γνωρίζουν πώς θα καθαρίσει ο τόπος, ποιος αξίζει και ποιος όχι, ποιος είναι καλός και ποιος όχι, σε ποιον αντιστοιχούν οι ταμπέλες που έχουν ετοιμάσει.
Γέμισε ο κόσμος μας από ανθρώπους δίκαιους με κοφτερό λόγο, με επιχειρήματα που ισοπεδώνουν. Δεν γνωρίζουν τι είναι αγάπη, αλλά γνωρίζουν ποιον αγαπάει ο Θεός και ποιον όχι.
Προχθές έφαγα ένα γερό χαστούκι. Ήθελα να διαβάσω κάτι χαλαρό πριν από τον ύπνο και έτσι άνοιξα το «Γεροντικό», το βιβλίο που περιγράφει ιστορίες και σύντομες διδασκαλίες μεγάλων ασκητών και αγίων της Εκκλησίας. Την ιστορία την είχα διαβάσει πριν από χρόνια. Με είχε αγγίξει γλυκά. Την ξαναδιάβασα τώρα. Με άγγιξε ηχηρά. Τότε ήταν τα ονειροπόλα χρόνια των νεανικών σπουδών. Τώρα είναι η ακροβασία μεταξύ του συμβιβασμού και του «άσε με να ζήσω, κακέ μου εαυτέ» της μεσηλικίωσης.
«Σε ένα μέρος υπήρχε ένας μοναχός με κακή φήμη. Μια ημέρα οι γείτονές του, που παρακολουθούσαν τη ζωή του, είδαν μια γυναίκα να μπαίνει στο κελί του. Εξοργισμένοι, έτρεξαν αμέσως και ειδοποίησαν τον επίσκοπο της περιοχής Αμμωνά, που είχε τη φήμη αγίου ανθρώπου, με σκοπό να τον τιμωρήσει αυστηρά.
Ο μοναχός μόλις αντιλήφθηκε την κινητοποίηση αυτή, δεν πρόλαβε να φυγαδεύσει τη γυναίκα και την έκρυψε σε ένα μεγάλο πιθάρι που βρισκόταν στη γωνιά του κελιού του. Με αγωνία περίμενε την εξέλιξη.
Πράγματι, έφθασε ο επίσκοπος με το εξαγριωμένο πλήθος και μπήκαν στο κελί του μοναχού. Ο επίσκοπος αμέσως κατάλαβε, αλλά ήθελε να σκεπάσει το θέμα και να διορθώσει το μοναχό με αγάπη και όχι με άκρα αυστηρότητα και ανελέητη δικαιοσύνη.